- λειχήνη
- λειχήνη, ἡ (ΑM)μσν.λειχήνααρχ.είδος φυτού, ο μυρτάκανθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λειχήν κατά τα θηλ. σε -η].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειχήνην — λειχήνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… … Dictionary of Greek